κερώνω

κερώνω
1. μετ. покрывать воском, вощить;
2. αμετ. перен. бледнеть (от страха и т. п.)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "κερώνω" в других словарях:

  • κερώνω — κερώνω, κέρωσα, κερωμένος βλ. πίν. 3 Σημειώσεις: κερώνω : σπάνια η παθητική φωνή (κερώνομαι) εκτός από τη μτχ. παθ. παρακειμένου κερωμένος …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • κερώνω — [κερί] 1. επαλείφω με κερί, κηρώνω* 2. πήζω, στεγνώνω όπως το κερί 3. μτφ. κιτρινίζω, γίνομαι χλομός, ωχρός, υποκίτρινος σαν κερί από φόβο, ντροπή ή ξάφνιασμα, αποσβολώνομαι («μόλις μέ είδε μπροστά του, κέρωσε») 3. εμβαπτίζω κάτι μέσα σε κερί ή… …   Dictionary of Greek

  • κερώνω — κέρωσα, κερώθηκα, κερωμένος 1. αλείφω με κερί: Κερώνει την κλωστή. 2. γίνομαι κίτρινος, μένω ακίνητος: Μόλις το είδα κέρωσα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κέρωμα — το [κερώνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού κερώνω, η επάλειψη με κερί, κήρωμα* 2. μτφ. μεγάλη ωχρότητα, κιτρίνισμα, χλόμιασμα …   Dictionary of Greek

  • ακέρωτος — (I) ἀκέρωτος, ον (Α) ο άκερος*. (II) η, ο 1. αυτός που δεν έχει αλειφθεί με κερί 2. αυτός που θάφτηκε χωρίς ν ανάψουν κεριά, δηλ. χωρίς να διαβαστεί η νεκρώσιμη ακολουθία 3. εκείνος που δεν έχει πάρει το χρώμα τού κεριού 4. όποιος δεν έχει… …   Dictionary of Greek

  • κηρώνω — και κερώνω (ΑΜ κηρῶ, όω) [κηρός] επικαλύπτω, επιχρίω κάτι με κερί («κεκηρῶσθαι τὰ ἔσωθεν τῆς κλεψύδρας», Αιν.) αρχ. μέσ. κηροῡμαι, όομαι (για μέλισσες) σχηματίζω κάτι για τον εαυτό μου με κερί …   Dictionary of Greek

  • νεκρώνω — (ΑΜ νεκρῶ, όω, Μ και νεκρώνω) [νεκρός] 1. επιφέρω παύση τών λειτουργιών τής ζωής, προκαλώ θάνατο, θανατώνω («οὐ κατενόησε τὸ ἑαυτοῡ σῶμα ἤδη νενεκρωμένον», ΚΔ) 2. αμβλύνω τις αισθήσεις, παραλύω, ναρκώνω, απονεκρώνω («νεκρώσατε τὰ μέλη ὑμῶν τὰ ἐπὶ …   Dictionary of Greek

  • φέβομαι — Α (ποιητ. τ.) τρέπομαι σε φυγή, φεύγω φοβισμένος («μένον ἔμπεδον οὐδ ἐφέβοντο», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Επικ. ρ. το οποίο απαντά μόνο στον ενεστ. και στον παρατατικό, ανάγεται στην απαθή βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *bhēgw «φεύγω μακριά από κάτι» και… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»